ῥοχθῶ

ῥοχθῶ
ῥοχθέω
dash with a roaring sound
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ῥοχθέω
dash with a roaring sound
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ροχθώ — ῥοχθῶ, έω, ΝΜΑ (για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση …   Dictionary of Greek

  • ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …   Dictionary of Greek

  • ροχθίζω — Ν ροχθώ, πλαταγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροχθώ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • επιγελώ — ἐπιγελῶ, άω (AM) περιγελώ, εμπαίζω 1. γελώ επιδοκιμαστικά 2. (για κύμα) σπάω απότομα στην ακρογιαλιά 3. (για εκβολή ποταμού) ροχθώ 4. αστράφτω πάνω σε μια επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • ρόχθος — ο / ῥόχθος, ΝΜΑ θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο τού ῥοχθῶ (για το επίθημα τού τ. πρβλ. βρό χθος, μό χθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”